- ἔτρεφε
- τρέφωthickenimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔτρεφ' — ἔτρεφε , τρέφω thicken imperf ind act 3rd sg ἔτρεπε , τρέπω Studien zum griech. Perf. imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CHIRON — Centaurus Saturni, et Phillyrae, vel, ut Lactantius inquit, Pelopeae filius. Saturnus enim cum amaret Phillyram, Oceani filiam, eius concubitu usus est: sed interveniente Opecoviuge, confestim se vertit in equum, ne agnosci posset. Phillyra autem … Hofmann J. Lexicon universale
CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… … Hofmann J. Lexicon universale
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… … Dictionary of Greek
ιππίας — I (; – 490 π.Χ.). Τύραννος της Αθήνας (528 510). Ήταν γιος του τυράννου της Αθήνας Πεισίστρατου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Ι. συγκυβέρνησε με τον αδελφό του, Ίππαρχο, από το 527 έως το 514 π.Χ. σε μία από τις λαμπρότερες περιόδους της… … Dictionary of Greek
κυνοβοσκός — κυνοβοσκός, ὁ (Α) (στην Αίγυπτο) αυτός που έτρεφε τα ιερά τσακάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + βοσκός (< βόσκω)] … Dictionary of Greek
πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… … Dictionary of Greek